- πορφυρίζω
- (I)ΝΜΑ [πορφύρα]νεοελλ.μέσ. πορφυρίζομαιπαίρνω πορφυρό χρώμα («και πορφυρίζονται πάντες οι ουράνιοι κάμποι», Κάλβ.)μσν.-αρχ.έχω χρώμα υποπόρφυρο, το χρώμα μου πλησιάζει το πορφυρό (α. «ἔχον ἐπ' ἄκρον κεφάλια ἄνθους πορφυρίζοντα», Διοσκ.)β. «πορφυρίζον ἄνθος», Γεωπ.).————————(II)Α(για θάλασσα) πορφύρω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρω, κατά το πορφυρίζω (Ι) (< πορφύρα)].
Dictionary of Greek. 2013.